virility
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]virility (en)
- ανδρισμός, δύναμη, ζωτικότητα
- ανδρικός χαρακτήρας ή ποιότητα, τα χαρακτηριστικά που θεωρούνται «αντρικά» 
- η ικανότητα ενός άνδρα να αναπαραχθεί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
virility στην αγγλική Βικιπαίδεια
