Μετάβαση στο περιεχόμενο

visé

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
visé < viser

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
visé visés

visé (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μετοχή

[επεξεργασία]

visé (fr)


Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη viser