viscère
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
viscère | viscères |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]viscère (fr) αρσενικό
- (σπανίζει στον ενικό) κάθε όργανο που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός βιολογικού οργανισμού
- (συνηθισμένη έννοια, στον πληθυντικό) τα σπλάχνα