viscère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
viscère | viscères |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viscère (fr) αρσενικό
- (σπανίζει στον ενικό) κάθε όργανο που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός βιολογικού οργανισμού
- (συνηθισμένη έννοια, στον πληθυντικό) τα σπλάχνα