viscose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
viscose viscoses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
viscose < (άμεσο δάνειο) αγγλική viscose < λατινική viscosus (κολλώδης) < viscum (ιξός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vis.kɔz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

viscose (fr) θηλυκό

  1. (χημεία) η βισκόζη
  2. (ύφασμα) το βισκόζ

Απόγονοι

[επεξεργασία]

viscose (γαλλικά)

νέα ελληνικά: βισκόζ