visibility

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
visibility < visible + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

visibility (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ορατότητα
    ⮡  good/poor/reduced/unrestricted visibility - καλή/κακή/μειωμένη/απεριόριστη ορατότητα