visibility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
visibility (en) (μη μετρήσιμο)
- η ορατότητα
- ↪ good/poor/reduced/unrestricted visibility - καλή/κακή/μειωμένη/απεριόριστη ορατότητα
Πηγές[επεξεργασία]
- visibility - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 629. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορατότητα