Μετάβαση στο περιεχόμενο

vivant

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vivant vivants
θηλυκό vivante vivantes

vivant (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vivant vivants

vivant (fr) αρσενικό

  1. ο χρόνος μιας ζωής
  2. ο ζωντανός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • de son vivant, κατά τη διάρκεια της ζωής του/της

Συγγενικά

[επεξεργασία]