vivipare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vivipare vivipares

Επίθετο

[επεξεργασία]

vivipare (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]