vizibilitate
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vizibilitate < (άμεσο δάνειο) γαλλική visibilité
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vi.zi.bi.liˈta.te/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vizibilitate (ro) θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του vizibilitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o vizibilitate | vizibilitatea | nişte vizibilități | vizibilitățile |
γενική | a unei vizibilități | vizibilității | a unor vizibilități | vizibilităților |
δοτική | a unei vizibilități | vizibilității | a unor vizibilități | vizibilităților |
αιτιατική | o vizibilitate | vizibilitatea | nişte vizibilități | vizibilitățile |
κλητική | — | - | — | - |