voûte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voûte voûtes

voûte (fr) θηλυκό

  • (παραδοσιακή ορθογραφία)
  1. ο θόλος
  2. η καμάρα

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • (ορθογραφία του 1990) voute