voĉlegi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα voĉlegi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | voĉlegas | voĉleganta | voĉlegata |
αόριστος | voĉlegis | voĉleginta | voĉlegita |
μέλλοντας | voĉlegos | voĉlegonta | voĉlegota |
υποθετική | voĉlegus | - | - |
προστακτική | voĉlegu | - | - |
voĉlegi (eo)
- mi voĉlegis la teksto, διάβασα το κείμενο (μπροστά στους άλλους)