Μετάβαση στο περιεχόμενο

vocation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vocation vocations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vocation (en)

  1. (μετρήσιμο) η αποστολή, ένα είδος επαγγέλματος ή τρόπου ζωής που πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για μένα
      Nursing the sick is not only a profession but also a vocation.
    Η περίθαλψη των ασθενών δεν είναι μόνον επάγγελμα αλλά και αποστολή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη mission
  2. η κλίση (ταλέντο)
  3. ο προορισμός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vocation (fr) θηλυκό