vocation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vocation | vocations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vocation (en)
- (μετρήσιμο) η αποστολή, ένα είδος επαγγέλματος ή τρόπου ζωής που πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για μένα
- η κλίση (ταλέντο)
- ο προορισμός
Πηγές[επεξεργασία]
- vocation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποστολή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vocation (fr) θηλυκό
- κλίση (ταλέντο)
- προορισμός