voco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voco | vocoj |
αιτιατική | vocon | vocojn |
voco (eo)
- η φωνή
- (μεταφορικά) η ψήφος
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
voco (io)
- η φωνή
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
voco (la), vocavi, vocatum, vocare
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (voco, vocavi, vocatum, vocare)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- voco - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Μεταφορικοί όροι (εσπεράντο)
- Γλώσσα ίντο
- Ουσιαστικά (ίντο)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (λατινικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ρήματα (λατινικά)
- Ρηματικές φωνές (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λατινικά ρήματα Α συζυγίας