voice-over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voice-over | voice-overs |
voice-over (en)
- το σπικάζ
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | voice-over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | voice-overs |
αόριστος | voice-overed |
παθητική μετοχή | voice-overed |
ενεργητική μετοχή | voice-overing |
voice-over (en)
- κάνω σπικάζ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ voice-over - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)