volant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | volant | volants |
θηλυκό | volante | volantes |
volant (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
volant (fr)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- feuille volante (θηλυκό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
volant | volants |
volant (fr) αρσενικό
- το τιμόνι, το βολάν
- το μπαλάκι της αντιπτέρισης (μπάντμιντον)
Πηγές[επεξεργασία]
- volant - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- volant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé