volant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | volant | volants |
θηλυκό | volante | volantes |
volant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
volant | volants |
volant (fr) αρσενικό
- το τιμόνι
- το « μπαλάκι » της αντιπτέρισης (μπάντμιντον)
Μετοχή[επεξεργασία]
volant (fr)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη voler