volcanologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
volcanologue | volcanologues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
volcanologue (fr) και vulcanologue αρσενικό ή θηλυκό
- Maurice et Katia Krafft étaient deux volcanologues. - Ο Μορίς και η Κάτια Κραφτ ήταν δύο ηφαιστειολόγοι.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη volcan