volontarisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- volontarisme < volontaire
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vɔ.lɔ̃.ta.ʁism/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
volontarisme | volontarismes |
volontarisme (fr) αρσενικό