voltigeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
voltigeur | voltigeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
voltigeur (fr) αρσενικό
- ο ακροβάτης
- (παρωχημένο) στρατιώτης
- τύπος γαλλικού πούρου