vorläufig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

vorläufig (de)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

vorläufig (de)