vorspielen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
vorspielen (de)
- (μεταβατικό) παίζω κάτι σε κάποιον
- (αμετάβατο) περνώ τεστ για κάτι (θέατρο, σινεμά, κ.α.)