vorspielen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

vorspielen (de)

  1. (μεταβατικό) παίζω κάτι σε κάποιον
  2. (αμετάβατο) περνώ τεστ για κάτι (θέατρο, σινεμά, κ.α.)