Μετάβαση στο περιεχόμενο

vote

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vote < λατινική votum < voveo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vote votes

vote (en)

  1. η ψήφος
      We must hammer out a policy that will bring us votes.
    Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
  2. η ψηφοφορία, η ψήφιση, περίσταση όταν μια ομάδα ανθρώπων ψηφίζει κάτι
      After the discussion, a roll call vote followed.
    Ύστερα από τη συζήτηση ακολούθησε ονομαστική ψηφοφορία.
      The education bill is being pushed through for a vote in parliament.
    Το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προωθείται για ψήφιση στη βουλή.
ενεστώτας vote
γ΄ ενικό ενεστώτα votes
αόριστος voted
παθητική μετοχή voted
ενεργητική μετοχή voting

vote (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ψηφίζω
      Who did you vote for?
    Ποιον ψήφισες;
      I know which party to vote for.
    Ξέρω ποιο κόμμα να ψηφίσω.
      He was voted President.
    Ψηφίστηκε Πρόεδρος.
  2. (μεταβατικό) προτείνω
      I vote (that) we avoid him in the future.
    Προτείνω να τον αποφύγουμε στο μέλλον.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vote votes

vote (fr) αρσενικό

  1. η ψηφοφορία
  2. η ψήφος
  3. το ψήφισμα
  4. η ψήφιση