vote
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vote | votes |
vote (en)
- η ψήφος
- ⮡ We must hammer out a policy that will bring us votes.
- Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
- ⮡ We must hammer out a policy that will bring us votes.
- η ψηφοφορία, η ψήφιση, περίσταση όταν μια ομάδα ανθρώπων ψηφίζει κάτι
- ⮡ After the discussion, a roll call vote followed.
- Ύστερα από τη συζήτηση ακολούθησε ονομαστική ψηφοφορία.
- ⮡ The education bill is being pushed through for a vote in parliament.
- Το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προωθείται για ψήφιση στη βουλή.
- ⮡ After the discussion, a roll call vote followed.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | vote |
γ΄ ενικό ενεστώτα | votes |
αόριστος | voted |
παθητική μετοχή | voted |
ενεργητική μετοχή | voting |
vote (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ψηφίζω
- ⮡ Who did you vote for?
- Ποιον ψήφισες;
- ⮡ I know which party to vote for.
- Ξέρω ποιο κόμμα να ψηφίσω.
- ⮡ He was voted President.
- Ψηφίστηκε Πρόεδρος.
- ⮡ Who did you vote for?
- (μεταβατικό) προτείνω
- ⮡ I vote (that) we avoid him in the future.
- Προτείνω να τον αποφύγουμε στο μέλλον.
- ⮡ I vote (that) we avoid him in the future.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vote | votes |
vote (fr) αρσενικό