voucher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
voucher vouchers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

voucher (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]