voucher
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voucher | vouchers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]voucher (en)
- κουπόνι είτε εκπτωτικό είτε ανταλλάξιμο με συγκεκριμένο αντικείμενο ή υπηρεσία
ενικός | πληθυντικός |
voucher | vouchers |
voucher (en)