vriezen
Εμφάνιση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]vriezen (nl) (αόριστος : het vroor, παθ. μτχ. : het heeft gevroren)
- (στο γ' πρόσωπο) κάνει παγωνιά
vriezen (nl) (αόριστος : het vroor, παθ. μτχ. : het heeft gevroren)