vriezen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
vriezen (nl) (αόριστος : het vroor, παθ. μτχ. : het heeft gevroren)
- (στο γ' πρόσωπο) κάνει παγωνιά