vulgar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | vulgar |
συγκριτικός | vulgarer / more vulgar |
υπερθετικός | vulgarest / most vulgar |
Επίθετο[επεξεργασία]
vulgar (en)
- χυδαίος, άξεστος, κακόγουστος, που δεν έχει ούτε δείχνει καλό γούστο. που δεν είναι ευγενικό, ευχάριστο ή καλοπροαίρετο
- χυδαίος, αγενής και πιθανόν να προσβάλει
- (ταξινομία) κοινός