vulgarism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
vulgarism < vulgar + -ism < λατινική vulgāris
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (λόγιο) χυδαιολογία, σκατολογία, λεκτική ύβρη, βρισιά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- vulgarism στην αγγλική Βικιπαίδεια