wątpliwość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wątpliwość (pl) θηλυκό
wątpliwość (pl) θηλυκό