węgiel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
węgiel (pl) αρσενικό
- (χημεία) ο άνθρακας
- (οικείο) το πετροκάρβουνο
- (γενικότερα) το κάρβουνο