właściwość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική właściwość właściwości
γενική właściwości właściwości
δοτική właściwości właściwościom
αιτιατική właściwość właściwości
οργανική właściwością właściwościami
τοπική właściwości właściwościach
κλητική właściwości właściwości

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

właściwość (pl) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]