właśnie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvwa.ɕɲɛ/
 

Μόριο[επεξεργασία]

właśnie (pl)

  1. εκείνη (ή αυτή) τη στιγμή, μόλις
  2. για την ακρίβεια

Επιφώνημα[επεξεργασία]

właśnie (pl)

  1. ακριβώς, ναι
    – chcesz mi powiedzieć, że to ty naprawiłeś? / – właśnie.
    – Θες να πεις ότι εσύ το έφτιαξες αυτό; / – ακριβώς!