waddy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

waddy (en)

  1. (λαϊκότροπο) ο αγελαδάρης
  2. πολεμικό ρόπαλο των Αυστραλών Αβοριγίνων