wag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wag (en)

wag (en)

  1. κουνώ πέρα δώθε (ιδίως για την ουρά ενός ζώου)
  2. (αργκό) κάνω κοπάνα από το σχολείο, "την κοπανάω"