wager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wager (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
wager (en)
- στοιχηματίζω (κυριολεκτικά)
- τολμώ να πω
- ↪ I'll wager that Johnson knows something about all this - πάω στοίχημα/τολμώ να πω ότι ο Τζόνσον κάτι ξέρει για όλα αυτά