wailing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈweɪlɪŋ/
ομόηχο: whaling (φαλαινοθηρία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wailing wailings

wailing (en)

  • το να πλαντάζω στο κλάμα, σπαραγμός οδύνης