Μετάβαση στο περιεχόμενο

waiting

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

waiting (en) (χωρίς παραθετικά)

  • η αναμονή
      I am tired of waiting.
    Με κούρασε η αναμονή.
      after an entire hour of waiting - ύστερα από αναμονή μιας ολόκληρης ώρας

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

waiting (en)