Μετάβαση στο περιεχόμενο

wand

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wand wands

wand (en)

  • το ραβδί
      a magic wand - μαγικό ραβδί