wander
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wander |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wanders |
αόριστος | wandered |
παθητική μετοχή | wandered |
ενεργητική μετοχή | wandering |
Ρήμα[επεξεργασία]
wander (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wander (fr)