Μετάβαση στο περιεχόμενο

ward

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: word
      ενικός         πληθυντικός  
ward wards

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ward (en)

  1. η πτέρυγα, το κτήριο, το διαμέρισμα ή η αίθουσα νοσοκομείου
      terminal ward - πτέρυγα ετοιμοθανάτων
      the COVID ward - η πτέρυγα COVID
  2. περιφέρεια πόλης, εκλογική περιφέρεια
      an election ward - εκλογική περιφέρεια
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη district
  3. πρόσωπο υπό κηδεμονία, κηδεμονευόμενος / -η

Παράγωγα

[επεξεργασία]