Μετάβαση στο περιεχόμενο

warehouse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
warehouse < ware + house

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
warehouse warehouses

warehouse (en)

  • αποθήκη για εμπορεύματα, πριν αυτά διανεμηθούν στα καταστήματα λιανικής πώλησης
      The books are collecting in warehouses and aren’t being made available to readers.
    Τα βιβλία συσσωρεύονται στις αποθήκες και δεν είναι προσιτά στους αναγνώστες.
     συνώνυμα: storehouse
ενεστώτας warehouse
γ΄ ενικό ενεστώτα warehouses
αόριστος warehoused
παθητική μετοχή warehoused
ενεργητική μετοχή warehousing

warehouse (en)