warehouse
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
warehouse | warehouses |
warehouse (en)
- αποθήκη για εμπορεύματα, πριν αυτά διανεμηθούν στα καταστήματα λιανικής πώλησης
- ⮡ The books are collecting in warehouses and aren’t being made available to readers.
- Τα βιβλία συσσωρεύονται στις αποθήκες και δεν είναι προσιτά στους αναγνώστες.
- ≈ συνώνυμα: storehouse
- ⮡ The books are collecting in warehouses and aren’t being made available to readers.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | warehouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | warehouses |
αόριστος | warehoused |
παθητική μετοχή | warehoused |
ενεργητική μετοχή | warehousing |
warehouse (en)
- αποθηκεύω εμπορεύματα