warrior
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
warrior | warriors |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]warrior (en)
- ο πολεμιστής/η πολεμίστρια, ο μαχητής/ η μαχήτρια, άτομο που πολεμά σε πόλεμο
- στάσεις απλωμένων άκρων στην γιόγκα