warrior
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
warrior | warriors |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
warrior (en)
- ο πολεμιστής/η πολεμίστρια, ο μαχητής/ η μαχήτρια, άτομο που πολεμά σε πόλεμο
- στάσεις απλωμένων άκρων στην γιόγκα