warunek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
warunek (pl) αρσενικό
- η προϋπόθεση
- (μαθηματικά) η συνθήκη
- (στον πληθυντικό) οι συνθήκες, οι καταστάσεις
- (φοιτητική αργκό) η βάση
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Χρήση[επεξεργασία]
- spełnić/uwzględnić/przyjmować warunek - εκπληρώνω/λαμβάνω υπόψη/αποδέχομαι μια/την προϋπόθεση
- pod warunkiem - υπό την προϋπόθεση
- warunki pogodowe/geopolitczne/ekonomiczne/dogodne/sprzyjające - καιρικές/γεωπολιτικές/οικονομικές/βολικές/ευνοϊκές συνθήκες
- warunki mieszkaniowe - συνθήκες κατοικίας
- warunki drogowe - οι συνθήκες του δρόμου (οδικές συνθήκες)
- warunek konieczny/wystarczający - αναγκαία/ικανή συνθήκη
- dostać warunek - παίρνω τη βάση