washlet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

washlet (en)

  • λεκάνη τουαλέτας πρωκτοκαταιονισμού, λεκάνη τουαλέτας με πρωκτοκαταιονητήρα
    (αρχικά ιαπωνική, πλέον παγκόσμια)