watt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]watt (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
watt | watts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]watt (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]watt (it)