watt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
watt (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
watt | watts |
watt (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
watt (it)