Μετάβαση στο περιεχόμενο

watt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

watt (en)



      ενικός         πληθυντικός  
watt watts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

watt (fr) αρσενικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

watt (it)