wax poetic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wax poetic (en)
- μιλάω με πομπώδη τρόπο, με βερμπαλισμούς
- (μειωτικό) φεύγω εκτός θέματος, αερολογώ
wax poetic (en)