wear on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας wear on
γ΄ ενικό ενεστώτα wears on
αόριστος wore on
παθητική μετοχή worn on
ενεργητική μετοχή wearing on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wear on < → δείτε τις λέξεις wear και on

Ρήμα[επεξεργασία]

wear on (en)

  • περνάει σιγά-σιγά ο καιρός, προχωρώ στον χρόνο, ειδικά με τρόπο που φαίνεται αργός
    As the evening/winter wore on
    Καθώς περνούσε σιγά-σιγά το βράδυ/ο χειμώνας…
    As the day wore on, the heat grew stronger.
    Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη elapse

Πηγές[επεξεργασία]