wed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | wed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weds |
αόριστος | wed, wedded |
παθητική μετοχή | wed, wedded |
ενεργητική μετοχή | wedding |
Ρήμα
[επεξεργασία]wed (en)
- παντρεύω, τελώ την τελετή του γάμου
- παντρεύομαι
ενεστώτας | wed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weds |
αόριστος | wed, wedded |
παθητική μετοχή | wed, wedded |
ενεργητική μετοχή | wedding |
wed (en)