wedded
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wedded (en)
- (για ζευγάρι) παντρεμένος
- newly wedded: νιόπαντρος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
wedded (en)
wedded (en)
wedded (en)