weghalten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

weghalten (de)

  • κρατώ σε απόσταση
    Kannst du deine Zigarette weghalten?
    Μπορείς να κρατήσεις μακριά το τσιγάρο σου;