well-known

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός well-known
συγκριτικός better-known / more well-known
υπερθετικός best-known / most well-known

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
well-known < well + known

Επίθετο

[επεξεργασία]

well-known (en)

  • γνωστός
    ⮡  Well-known journalists moderate the televised debates.
    Τις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]