werfen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

werfen (de)

  • ρίχνω
    werfen Sie einen Blick auf diese Landkarte - ρίξτε μια ματιά σ' αυτό το χάρτη