werkwoord
Εμφάνιση
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]werkwoord (af)
- (γραμματική) το ρήμα
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]werkwoord (nl) ουδέτερο
- (γραμματική) το ρήμα