werpen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
werpen (nl) (αόριστος : wierp, παθ. μτχ. : geworpen)
- πετώ κάτι
werpen (nl) (αόριστος : wierp, παθ. μτχ. : geworpen)